- λευκογραφία
- η (Α λευκογραφία) [λευκογραφώ]η ζωγραφική με λευκό χρώμα, ιχνογραφία με λευκά περιγράμματα τών μορφών σε σκούρο φόντο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκογραφία — λευκογραφίᾱ , λευκογραφία painting in white fem nom/voc/acc dual λευκογραφίᾱ , λευκογραφία painting in white fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκογραφίᾳ — λευκογραφίᾱͅ , λευκογραφία painting in white fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκογραφίας — λευκογραφίᾱς , λευκογραφία painting in white fem acc pl λευκογραφίᾱς , λευκογραφία painting in white fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
λευκογραφίς — λευκογραφίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος πηλού χρήσιμου στη λευκογραφία 2. είδος μαλακού λίθου χρήσιμου για τη λεύκανση τών ρούχων, αλλ. μόροχθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γραφίς (< γραφή), πρβλ. παρα γραφίς, υπο γραφίς] … Dictionary of Greek